- ανεβαίνω
- (AM ἀναβαίνω)1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ.3. κατευθύνομαι προς τον Θεό4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά5. φυτρώνω6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι7. (για ποτάμι) ξεχειλίζω8. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον ανώτερό μου9. (για αρσενικά ζώα) καβαλώ, οχεύωμσν.- νεοελλ.1. (για ουράνια σώματα) ανατέλλω2. προάγομαινεοελλ.1. (γιά ζύμη) φουσκώνω2. (για στάθμη νερού) υψώνομαι3. φρ. «μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι» οργίστηκα«ανεβαίνει στη σκηνή» γίνεται ηθοποιός«το έργο ανεβαίνει απόψε» παρουσιάζεται για πρώτη φορά, έχει πρεμιέρααρχ.1. προχωρώ απ’ την παραλία προς το εσωτερικό της χώρας2. ταξιδεύω με κατεύθυνση προς τον Βορρά3. ανέρχομαι στο βήμα για να εκφωνήσω λόγο4. (για αξίωμα) μεταβιβάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + βαίνω. Ο νεώτ. τυπος < πρτ. ανέβαινα, διατηρώντας στη σύνθεσή του την εσωτερική αύξηση -ε-.ΠΑΡ. αναβαθμός, ανάβασις (-η), αναβάτης, αναβατικός, αναβατόςαρχ.αναβάδην, αναβαδόννεοελλ.αναβατήρας, αναβατός, ανέβα (το), ανέβαση, ανέβασμα, ανεβατός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. ανεβοκατεβαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.